Ο υδροκέφαλος ή υδροκεφαλία αποτελεί μια διαταραχή στην παροχέτευση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού και μπορεί να είναι βρέφους, παιδιών και ενηλίκων. Το εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ) παράγεται από δομές που είναι ενσωματωμένες στη σκληρά και την αραχνοειδή μήνιγγα. Μετά την παραγωγή του εισέρχεται και κυκλοφορεί στον υπαραχνοειδή χώρο ο οποίος βρίσκεται μεταξύ αραχνοειδούς μήνιγγας και εγκεφάλου σχηματίζοντας ένα σύστημα κοιλιών, δεξαμενών και αγωγών. Ο ρόλος του εγκεφαλονωτιαίου υγρού είναι η προστασία του εγκεφάλου και της σπονδυλικής στήλης, τόσο μηχανικά (απορρόφηση κραδασμών) όσο και ανοσολογικά. Παίζει, επίσης, σημαντικό ρόλο στη λειτουργία αυτορρύθμισης της εγκεφαλικής αιματικής ροής.
Καθημερινά ο οργανισμός παράγει συνολικά 500 ml εγκεφαλονωτιαίου υγρού, ενώ σε κάθε χρονική στιγμή η ποσότητα του κυκλοφορούντος πρέπει να είναι 125 ml. Γίνεται εύκολα κατανοητό, λοιπόν, ότι όσο σημαντική είναι η παραγωγή του άλλο τόσο σημαντική είναι και η παροχέτευσή του. Όταν προκύψει διαταραχή παροχέτευσης, το υγρό συσσωρεύεται στον υπαραχνοειδή χώρο με αποτέλεσμα την αύξηση της ενδοκρανίου πιέσεως και την ανάπτυξη συμπτωμάτων που στα παιδιά και νεογνά είναι αρκετά “θορυβώδης” ενώ σε μεγάλη ηλικία πιο ήπια.
Ο υδροκέφαλος ταξινομείται σε διάφορες κατηγορίες, βάσει διαφόρων παραγόντων, όπως τα αίτια που τον προκαλούν ή την ηλικία στην οποία εμφανίζονται συνήθως. Έτσι, προκύπτουν τα εξής είδη:
● αποφρακτικός υδροκέφαλος (οξύς, χρόνιος): Μπορεί να προκύψει εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, όπως μια φλεγμονή όγκου, κύστη ή αιμορραγία, και συμβαίνει όταν έχουμε αποκλεισμό της διέλευσης του ΕΝΥ από τις στενές διόδους οι οποίες συνδέουν τις κοιλίες.
● μη αποφρακτικός ή επικοινωνών υδροκέφαλος: Κάποια αιμορραγία ή φλεγμονή στις μήνιγγες του εγκεφάλου μπορεί να προκαλέσει τον συγκεκριμένο τύπο. Συμβαίνει όταν το ΕΝΥ απορροφάται από τα σημεία που αυτό διέρχεται στο αίμα.
● υδροκέφαλος λόγω υπερέκκρισης του ΕΝΥ: Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση, η οποία μπορεί να είναι απόρροια μιας φλεγμονώδους κατάστασης.
● συγγενής υδροκέφαλος: Κάνει την εμφάνισή του κατά τη γέννηση, λόγω κάποιας γενετικής ανωμαλίας ή ενώ αναπτύσσεται το έμβρυο. Η παιδική υδροκεφαλία εμφανίζεται αρκετά συχνά, είτε με άλλες συνοδές συγγενείς ανωμαλίες είτε χωρίς.
● επίκτητος υδροκέφαλος: Μπορεί να αναπτυχθεί κατά τη γέννηση ή αργότερα και ενδέχεται να οφείλεται σε ασθένεια ή κάποιον τραυματισμό.
● υδροκέφαλος φυσιολογικής πίεσης (NPH): Αφορά ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας και μπορεί να προκληθεί από κάποια λοίμωξη στο κεντρικό νευρικό σύστημα ή εξαιτίας μιας κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης.
Τα συμπτώματα της πάθησης του υδροκέφαλου εξαρτώνται από την ηλικία του ασθενή, οπότε προκύπτουν δύο κατηγορίες συμπτωμάτων, μία για τα νεογνά και τα παιδιά και μία για τους ενήλικες.
Στα νεογνά και τα παιδιά η συμπτωματολογία είναι έντονη και περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
● διαταραχές συμπεριφοράς
● αύξηση της διαμέτρου της κεφαλής στα νεογνά λόγω της μη σύγκλεισης των ραφών του κρανίου
● έμετοι
● διαταραχές βάδισης
● έντονες και ανεξήγητες κεφαλαλγίες που δεν υποστρέφουν με παυσίπονα
● κώμα
Στους ενήλικες, όπως προαναφέρθηκε, τα συμπτώματα είναι πιο ήπια και σταδιακά εγκαθιστόμενα, ενώ περιορίζονται στην παρακάτω τριάδα:
● διαταραχές βάδισης με συχνές πτώσεις
● διαταραχές ούρησης (ακράτεια)
● διαταραχές μνήμης (άνοια)
Ο υδροκέφαλος ενηλίκων εμφανίζεται, συνήθως, σε ηλικίες άνω των εξήντα ετών και η συμπτωματολογία προσομοιάζει πολύ με αυτή της γεροντικής άνοιας και των εξωπυραμιδικών συνδρόμων, όπως Parkinson, εγείροντας διαφοροδιαγνωστική σύγχυση. Είναι πολύ σημαντική η διάγνωση του υδροκεφάλου, διότι είναι η μοναδική θεραπεύσιμη μορφή άνοιας.
Η θεραπεία του υδροκεφάλου είναι χειρουργική και έγκειται στην τοποθέτηση εντός του κοιλιακού συστήματος του εγκεφάλου μίας βαλβίδας για την παροχέτευση του υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Με πιο απλά λόγια τοποθετείται το ένα άκρο από ένα σωληνάκι σε μία φυσιολογική κοιλότητα του υπαραχνοειδούς χώρου (πρόσθιο κέρας πλάγιας κοιλίας) και το άλλο μέσα στην κοιλιά (στον χώρο όπου κολυμπάει το έντερο). Στο σωληνάκι είναι προσαρμοσμένη μία βαλβίδα η οποία εξασφαλίζει την παροχέτευση του υγρού μόνο όταν αυξάνεται η ενδοκοιλιακή πίεση. Η χειρουργική επέμβαση διαρκεί περίπου μία ώρα. Ο ασθενής αποδεσμεύεται την επόμενη μέρα πλήρως κινητοποιημένος.